- κίω
- κίω (Α)πορεύομαι, πηγαίνω («τῶν μὲν πεντήκοντα νέες κίον», Ομ. Ιλ.β. «τῆς κινήσεως... ἡ... ἀρχὴ ἀπὸ τοῡ κίειν», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχικός τ. είναι ο θεματικός αόρ. (με σημ. παρατατικού) κί-ε, από τον οποίο προήλθαν και οι πολύ σπάνιοι ενεστωτικοί τ. Η ίδια μορφή τής ρίζας εμφανίζεται στα λατ. cĭ-tus «ταχύς», cĭ-eo «κινώ». Πρόκειται για τη συνεσταλμένη βαθμίδα *ki- τής ΙΕ ρίζας kei- «κινώ / κινούμαι» που απαντά παρεκτεταμένη και στα κί-νδ-αξ* κί-νδ-υνος*, ενώ στα κῑνέω / -ῶ* και κῑνυμαι* το μακρό -ῑ- δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως προϊόν συνεσταλμένης βαθμίδας. Η αναγωγή τών δύο τελευταίων σε μορφή *kiә2- τής ΙΕ ρίζας ενισχύεται ίσως από την ύπαρξη τ. τού κίω με θ. κια-, όπως η γλώσσα τού Ησυχίου κίατο- ἐκινεῖτο (που όμως είναι αβέβαιη) ή ο αόρ. β' ἐ-κία-θον (όπου όμως το -α- δεν αποκλείεται να αποτελεί τερματικό στοιχείο)].
Dictionary of Greek. 2013.